- γαιήϊος
- γαιή-ϊος, α, ον,A sprung from Gaia or Earth,
Τιτυόν, Γαιήϊον υἱόν Od.7.324
, cf. AP14.23.II earthly,βίου βροτέου γ. δεσμά Nonn.D.37.4
;μελέων γ. ἄχθος Eranos 13.88
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Τιτυόν, Γαιήϊον υἱόν Od.7.324
, cf. AP14.23.βίου βροτέου γ. δεσμά Nonn.D.37.4
;μελέων γ. ἄχθος Eranos 13.88
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαιήιος — γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιήιος — γαιήιος. η, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε απ τη γη 2. ο γήινος («βίου βροτέου γαιήια δεσμά·» τα γήινα δεσμά της ανθρώπινης ζωής) 3. (κύρ. όν.) Γαιήιος ή Γαίειος επίκληση του Ποσειδώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαία (κατά τα επίθετα σε ήιος)] … Dictionary of Greek
Γαιήιος — Γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιήιον — γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιηίους — γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιήια — γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαιήιον — Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
Γαιηίους — Γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαιήια — Γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)